- αποδίνω
- βλ. αποδίδω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποδινώ — ἀποδινῶ ( έω) (Α) [δινώ] αλωνίζω … Dictionary of Greek
αποδίνω — όδωσα, όθηκα, οδο(σ)μένος 1. δίνω πίσω αυτά που οφείλω: Δεν είχε να αποδώσει αυτά που χρωστούσε. 2. απονέμω: Η κυβέρνηση αποφάσισε να αποδοθούν τιμές στο νεκρό. 3. ερμηνεύω κάτι που είπε άλλος: Δεν αποδόθηκαν καλά αυτά που είπε ο υπουργός. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απηχώ — ησα, αποδίνω ήχο, μτφ., προκαλώ εντύπωση, εκφράζω: Όσα υποστηρίζει απηχούν τις σκέψεις άλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποφέρω — απόφερα, φέρνω εισόδημα, αποδίνω: Η επιχείρηση δεν είχε αποφέρει τα κέρδη που υπολόγιζαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτελώ — εκτέλεσα, εκτελέστηκα, εκτελεσμένος, μτβ. 1. πραγματοποιώ, εφαρμόζω. 2. (μουσ.), αποδίνω, παίζω: Θα εκτελεστούν έργα Σοπέν. 3. θανατώνω, σκοτώνω: Εκτελέστηκε ο προδότης. 4. φρ., «Eκτελώ χρέη νομάρχη, διευθυντή κτλ.», αναπληρώνω προσωρινά στα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)